- ριμφαλέος
- -α, -ον, Αελαφρός, ευκίνητος, γρήγορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίμφα «γρήγορα, ελαφρά» + κατάλ. -αλέος (πρβλ. θαρρ-αλέος, οτρ-αλέος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… … Dictionary of Greek